κατάντημα

κατάντημα
το (AM κατάντημα) [καταντώ]
νεοελλ.
άσχημη κατάσταση, κακή κατάληξη
μσν.-αρχ.
τέρμα, κατάληξη.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • κατάντημα — end neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατάντημα,  το — ατος, η αφηρημένη  έννοια του καταντώ, κακή έκβαση, αποτέλεσμα: Είδαμε κι αυτουνού το κατάντημα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • καταντήμασι — κατάντημα end neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταντήματι — κατάντημα end neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταντήματος — κατάντημα end neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • απολωβώμαι — ἀπολωβῶμαι ( άομαι) (Α) [λωβώ ( άω)] εξαθλιώνομαι, φτάνω σε αξιοθρήνητο κατάντημα …   Dictionary of Greek

  • κατάντησις — κατάντησις, ἡ (AM) [καταντώ] μσν. κατάντημα αρχ. 1. επάνοδος («κατάντησις ἐπὶ τὴν ἀρετήν», Φιλόδ.) 2. αστρολ. (για πλανητικές επιδράσεις στις τύχες τών ανθρώπων) συνάντηση …   Dictionary of Greek

  • κατάντια — η [καταντώ] η άθλια κατάσταση στην οποία περιέρχεται κάποιος, το κατάντημα («να δεις την κατάντια του και να τόν λυπηθείς») …   Dictionary of Greek

  • λάκκος — Ονομασία δύο οικισμών. 1. Πεδινός οικισμός (υψόμ. 30 μ., 52 κάτ.) στην πρώην επαρχία Οιτύλου του νομού Λακωνίας. Βρίσκεται στο νοτιοδυτικό άκρο του νομού, στη δυτική Μάνη. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Οιτύλου. 2. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 280 μ …   Dictionary of Greek

  • παρονομαστής — ο μαθημ. 1. ο ένας από τους δύο όρους τού κλάσματος, ο οποίος γράφεται κάτω από τη γραμμή η οποία βρίσκεται κάτω από τον αριθμητή και δηλώνει σε πόσα μέρη διαιρέθηκε η ακέραια μονάδα για να σχηματιστεί το κλάσμα 2. μτφ. κατάσταση, συμπέρασμα,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”